- δοθιῆνες
- δοθιήνsmall abscessmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαφής — εὐαφής, ές (ΑΜ) 1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.) 2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα 3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς»,… … Dictionary of Greek
οξυκίνητος — ὀξυκίνητος, ον (Α) 1. αυτός που κινείται με ταχύτητα 2. (κατ επέκτ.) αυτός που αντιλαμβάνεται κάτι γρήγορα, εύστροφος («ὀξυκίνητος διάνοια», Φιλ.) 3. (σχετικά με δοθιήνες) αυτός που εξελίσσεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κινητός (< κινῶ)] … Dictionary of Greek
ελατόπισσα — ελατόπισσα, η και αλατόπισσα, η η ρητίνη του έλατου, που τη χρησιμοποιεί ο λαός ως φάρμακο για τις βρογχικές παθήσεις και για αλοιφές στους δοθιήνες (καλόγερους) και στα αποστήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπυάζω — έμπυασα, εμπυασμένος, και ομπυάζω (για πληγές, δοθιήνες κτλ.), σχηματίζω πύο, μαζεύω πύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)